Είναι πάντα κακό ένα διαζύγιο;
Το διαζύγιο είναι ως επί τω πλείστον μια δυσάρεστη εμπειρία για το ζευγάρι που τη βιώνει αλλά και για τον στενό του, οικογενειακό περίγυρο. Άμεσα επηρεάζονται τα παιδιά του ζευγαριού. Επίσης ο φόβος της πιθανής αρνητικής επίδρασης στα παιδιά όπως και η οικονομική αβεβαιότητα…
φαίνονται να είναι οι σημαντικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες στο να χωρίσει ένα ζευγάρι όταν η σχέση του νοσεί και έχει καταστραφεί ανεπανόρθωτα.
Είναι όμως πάντα «κακή» η λύση του διαζυγίου ή μήπως σε αρκετές περιπτώσεις είναι έστω και καθυστερημένα για το ζευγάρι η μόνη κίνηση υγείας και ειλικρίνειας που μπορεί να ωφελήσει όλους αυτούς που αφορά; Ας δούμε τα πράγματα όμως λίγο πιο αναλυτικά.
΄Ενα ζευγάρι μπορεί να φτάσει στο διαζύγιο για πολλούς λόγους που αφορούν στην ασυμβατότητά του ή και στην έλλειψη συναισθηματικής ετοιμότητας απέναντι σε μια δέσμευση τόσο ολοκληρωτική και γεμάτη ευθύνες όπως αυτή του γάμου.
Συχνά επίσης ένας γάμος καλείται να εξυπηρετήσει ανάγκες βραχυπρόθεσμες που προσφέρουν ενδεχομένως μια πρόσκαιρη ανακούφιση σε «συμπτώματα» καίρια και σημαντικά ναι μεν αλλά άσχετα με το σκοπό της δημιουργίας μιας νέας οικογένειας.
Όταν, για παράδειγμα, μια νέα γυναίκα καταλήγει στο γάμο γιατί θέλει να φύγει από μια δυσάρεστη συμβίωση στο πατρικό της σπίτι ή γιατί έχοντας περάσει δύσκολα χρόνια από οικονομικής πλευράς βρίσκει καταφύγιο σε έναν ευκατάστατο σύντροφο, ασχέτως αν είναι συμβατοί σε άλλα επίπεδα, ή πάλι αισθάνεται ότι το βιολογικό της ρολόι για τεκνοποίηση της έχει στενέψει τα περιθώρια, ο γάμος πιθανότατα θα προσφέρει προσωρινές απαντήσεις σε αυτά τα προβλήματα αλλά θα δημιουργήσει μεταγενέστερα πολλά άλλα.
Κάποιοι σπεύδουν στο γάμο από κοινωνική πίεση, κάποιοι άλλοι γιατί νομίζουν ότι ο γάμος θα τους λύσει τα ήδη υπάρχοντα προσωπικά προβλήματά τους, κάποιοι πάλι καταλήγουν στο γάμο λόγω «κεκτημένης ταχύτητας», γιατί έτσι προβλέπει το πλάνο ζωής στην κοινωνία μας, χωρίς να έχουν αναλογιστεί τις τεράστιες αλλαγές στον τρόπο ζωής και τις απαιτήσεις μιας συμβίωσης.
Όποιοι όμως και αν είναι οι λόγοι για τους οποίους ένας γάμος φτάνει στην κατάληξή του υπάρχουν τρόποι τουλάχιστον το διαζύγιο να διευθετηθεί αξιοπρεπώς ώστε να εξασφαλιστούν συναισθηματικά και πρακτικά όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη της οικογένειας που διαλύεται.
Όσον αφορά τις περιπτώσεις όπου ένα ζευγάρι παραμένει μαζί «για τα παιδιά» παρά τη δυσλειτουργία του, οφείλουμε να τονίσουμε τα εξής: οι γονείς καλό είναι να αναλογιστούν εάν μπορούν ρεαλιστικά να αντέξουν το βάρος μιας αποτυχημένης σχέσης σε καθημερινή βάση για την υπόλοιπη ζωή τους, στερούμενοι την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια καινούρια, πιο ολοκληρωμένη ζωή.
Καλό είναι επίσης να αναλογιστούν τί αντίκτυπο θα έχει στον ψυχισμό των παιδιών όχι μόνο μια δυσλειτουργική σχέση αλλά κυρίως η αίσθηση ότι ο μόνος λόγος που οι γονείς τους υποφέρουν είναι για να είναι τα ίδια ευτυχισμένα.
Τα παιδιά που εισπράττουν αυτό το μήνυμα είναι πολύ πιθανό έως σίγουρο να γίνουν ενοχικά, να αισθανθούν ότι έχουν μια περίεργη δύναμη απέναντι στο ζευγάρι και να αναπτύξουν μια υποσυνείδητη φαντασίωση ότι μπορούν με την παρουσία τους και την αντίδρασή τους στα γεγονότα να εισχωρούν στις σχέσεις των άλλων και να τις ελέγχουν.
Στο παιδί προσάπτεται ένας μη ρεαλιστικά παντοδύναμος ρόλος που δύναται να το ωθήσει στο να είναι υπέρμετρα ελεγκτικό, ενοχικό, και βεβαρημένο από την ψεύτικη ευθύνη του να κρατά τους γονείς του μαζί. Την ευθύνη δηλαδή αποποιούνται βολικά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι γονείς, και στη συνέχεια την εναποθέτουν στα παιδιά τα οποία το ζευγάρι λέει πως προσπαθεί να διασώσει.
Αυτή είναι μια τραγική ειρωνεία με τεράστιες συνέπειες, που ακόμα και αν δεν γίνουν φανερές από την αρχή θα εκδηλωθούν σε κάποιο ύστερο στάδιο της ζωής των παιδιών.
Ποιό παιδί άραγε αρέσκεται στο να βλέπει τους γονείς του να υποφέρουν ή στο να είναι μάρτυρας δυσάρεστων ή και βίαιων καταστάσεων μέσα στο σπίτι; Ποιό παιδί επιθυμεί να λειτουργεί ως το άλλοθι στη διαιώνιση μιας παθολογικής κατάστασης και να λέει στον εαυτό του καθημερινά ότι φταίει εκείνο για τα προβλήματα που βιώνει αυτό και οι γονείς του; Τί συναισθηματική κληρονομιά λαμβάνει αυτό το παιδί; Τί θα πράξει το ίδιο στις δικές του σχέσεις αργότερα; Πώς αισθάνεται απέναντι στο γονιό που αποποιείται τις ευθύνες του ή που λειτουργεί παθητικά ως ο αδύναμος κρίκος τον οποίο το παιδί καλείται να ενισχύει διαρκώς;
Η απάντηση είναι πως τα παιδιά αισθάνονται αβοήθητα και τελούν υπό τρομερή σύγχυση κάτω από τις παραπάνω συνθήκες. Όσο και αν τα πληγώνει η ιδέα του χωρισμού γιατί αυτός, εκτός του ότι ενδέχεται να τα φέρει αντιμέτωπα με επώδυνα διλλήματα, παραπέμπει και σε ένα τέλος, σε μια απώλεια που θα χρειαστεί χρόνο να γίνει αποδεκτή. Αυτή η διαδικασία του πένθους είναι σαφώς προτιμότερη και υγιέστερη από την προσποίηση και τη δυστυχία ενός τελειωμένου γάμου του οποίου τα μέλη αρνούνται πεισματικά την κατάληξη.
Ένα τέλος που διενεργείται με φροντίδα και προσοχή μπορεί να επιτρέψει σε όλη την οικογένεια να πορευτεί προς καινούριους ορίζοντες, αποφεύγοντας βέβαια τα λάθη του παρελθόντος.
Το διαζύγιο όντως οφείλει να είναι η έσχατη λύση και η κύρια φροντίδα πρέπει να λαμβάνεται πολύ πριν το γάμο πρέπει δηλαδή να πράττουμε προλητπικά. Ας μην σκεφτόμαστε το διαζύγιο ως μια αδιέξοδη κατάσταση και ως μια κατακριτέα επιλογή, αλλά ίσως, όπως προανέφερα, τη μόνη υγιή κίνηση που μπορεί να διασώσει τα μέλη μιας νοσηρής σχέσης.
Τα παιδιά χρειάζονται ειλικρείνια και διασφάλιση της συναισθηματικής τους ισσορροπίας. Εδώ υπεισέρχονται βέβαια και οι πρακτικές διευθετήσεις για τις οποίες ένα ζευγάρι μπορεί να ζητήσει βοήθεια και καθοδήγηση από ένα δικηγόρο αλλά και από μια ψυχοθεραπευτική σχέση.
Επιτυχής έκβαση μιας ψυχοθεραπείας ζεύγους δεν είναι μόνο το να παραμείνει το ζευγάρι μαζί όταν αυτό είναι εφικτό και βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι είναι επίσης και το να χωρίσει ένα ζευγάρι με τους καλύτερους όρους, έχοντας καταφέρει να αποδεχτεί το τέλος της σχέσης του και τους περιορισμούς του και καταφέρνοντας να αφήσει πίσω ό,τι το πληγώνει και να κοιτάξει μπροστά.
Το ζευγάρι τότε παύει να είναι δέσμιο μιας ανεπαρκούς ή προβληματικής σχέσης. Η λειτουργία του ως το γονεϊκό ζευγάρι παραμένει και ως τέτοιο θα πρέπει να φροντίσει τα παιδιά με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι το να «χρησιμοποιούνται» τα παιδιά ως μέσο εκβιασμού από τον ένα γονιό στον άλλο ή ως κάδοι απορριμάτων των όσων οι γονείς δεν μπορούν να αντέξουν και να περιέξουν δεν εγγυάται παρά τη διαιώνιση της παθολογίας.
Σίγουρα η έλλειψη επικοινωνίας στο ζευγάρι αλλά και των γονιών με τα παιδιά τους, όπως και η πεποίθηση ότι τα προβλήματα θα φτιάξουν από μόνα τους ή θα εξαφανιστούν δια μαγείας, δεν είναι μέρος μιας πιθανής λύσης στα προβλήματα της σχέσης, αλλά πηγή έντασής τους.
Ο ανταγωνισμός στο ζευγάρι, η ενεργητική ή παθητική βία, όπως και ο έμμεσος ή άμεσος εκβιασμός, ειδικά όταν αυτός εμπεριέχει τα παιδιά, θα συμβάλλουν μόνο στην εκτράχυνση της κατάστασης και θα αφήσουν πίσω θύματα που θα έχουν χάσει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουν τη ζωή τους σε υγιέστερο πλαίσιο.
Αν δεν μπόρεσε το ζευγάρι έγκαιρα να συνεργαστεί στο γάμο και έχασε αυτή την προθεσμία, ας συνεργαστεί τουλάχιστον στο τέλος του που ενδέχεται να σημάνει την αρχή μιας καλύτερης για όλους ζωής.